- στριφογύρισμα
- τοτο να κινείται κάτι διαρκώς, περιστροφή: Στριφογύρισμα της σβούρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στριφογύρισμα — το, Ν [στριφογυρίζω] 1. στροφή γύρω από κάτι, περιστροφή 2. στον πληθ. τα στριφογυρίσματα μτφ. προσπάθειες υπεκφυγής … Dictionary of Greek
κλώσμα — το (AM κλῶσμα) [κλώθω] 1. κλωστή, νήμα 2. κλώση νεοελλ. 1. στριφογύρισμα, κλωθογύρισμα 2. ναυτ. το νήμα που προκύπτει από τη συστροφή τών πρώτων βασικών ινών κάνναβης και το οποίο κατόπιν συστρέφεται με άλλα όμοιά του για την κατασκευή τού… … Dictionary of Greek
κλωθογύρισμα — το [κλωθογυρίζώ] 1. στριφογύρισμα 2. συστροφή τών νερών ενός ποταμού 3. υπεκφυγή, προσπάθεια αποφυγής 4. περιτριγύρισμα άνδρα ή γυναίκας με ερωτικούς σκοπούς … Dictionary of Greek
ξανακύλισμα — το (Μ ξανακύλισμα) ξανακύλημα μσν. στριφογύρισμα στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανακυλῶ, κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek
ριπτασμός — ο / ῥιπτασμός, ΝΜΑ [ῥιπτάζω] στριφογύρισμα στο κρεβάτι από ανησυχία και αϋπνία νεοελλ. ιατρ. νευρική διαταραχή που εκδηλώνεται με κινήσεις ασύντακτες και χωρίς συνέχεια αρχ. 1. το να ρίχνεται κανείς εδώ και εκεί 2. αμφιταλάντευση … Dictionary of Greek
στροβίλισμα — το, Ν [στροβιλίζω] το αποτέλεσμα τού στροβιλίζω, στριφογύρισμα … Dictionary of Greek
στροβιλισμός — ο, Ν 1. η ενέργεια τού στροβιλίζω, ταχεία και συνεχής περιστροφή, περιδίνηση 2. (ιδίως για χορό) αδιάκοπο στριφογύρισμα 3. φυσ. αναταραχή στη μάζα κινούμενου αέρα 4. γεωλ. κίνηση τών μορίων ενός υδάτινου ρεύματος, τα οποία δεν ακολουθούν… … Dictionary of Greek
φούρλα — η, Ν γύρος, κυκλική χορευτική κίνηση, στριφογύρισμα («έκανε συνεχώς φούρλες). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frullo, με μετάθεση τού ρ / r ] … Dictionary of Greek
Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… … Dictionary of Greek
ελιγμός — ο 1. στριφογύρισμα, μανούβρα: Ελιγμοί φιδιού. 2. ελικοειδής κατεύθυνση, ζιγκ ζαγκ: Ελιγμοί του ποταμού. 3. ελικοειδής κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος ή ναυτικών μονάδων για λόγους τακτικής: Με ελιγμούς βρέθηκαν στα πλευρά του εχθρού. 4. μτφ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)